tell apart

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
ενεστώτας tell apart
γ΄ ενικό ενεστώτα tells apart
αόριστος told apart
παθητική μετοχή told apart
ενεργητική μετοχή telling apart

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
tell apart < → δείτε τις λέξεις tell και apart

tell apart (en)

  • (μεταβατικό) διακρίνω, ξεχωρίζω, αντιλαμβάνομαι τη διαφορά που χωρίζει κάποιον ή κάτι από κάποιον ή από κάτι άλλο
    ⮡  I tell right apart from wrong.
    Διακρίνω το καλό από το κακό.
    ⮡  I can not tell them apart.
    Δεν μπορώ να τους διακρίνω.
    ⮡  The twins are so alike that I can’t tell them apart.
    Τα δίδυμα είναι τόσο όμοια που δεν μπορώ να τα ξεχωρίσω.
     συνώνυμα:  differentiate, discern, discriminate, distinguish και tell
  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 480, 613. ISBN 9780194325684. , λήμμα: κρίνω, ξεχωρίζω