caveat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caveat (en)
- (καθομιλουμένη) προειδοποίηση
- (νομική) → δείτε λατινική caveat
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
caveat (en)
- (καθομιλουμένη) (θεωρείται αδόκιμο) προειδοποιώ
- (νομική) αντιτίθεμαι
Λατινικά (la) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
caveat (la)
- γ' ενικό πρόσωπο υποτακτικής του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος caveo: ας προσέχει!
- (νομική) επιφύλαξη, προειδοποίηση
- όροι-συνθήκες διακυβεύματος, όρος, περιορισμός, αίρεση, περιοριστική ρήτρα, κανόνες-όρια διαχειρισιμότητας
Σημειώσεις[επεξεργασία]
- σημαντικό πράγμα που πρέπει να προσέξουμε (για να μην προκύψει σφάλμα, ατύχημα, παρερμηνεία κτλ.
- υποχρέωση ενημέρωσης συμβαλλόμενου από άλλον υπό συγκεκριμένους όρους (πχ. πριν δράσει συμβαλλόμενος σε προκαθορισμένο - ορισμένο τομέα ή κατεύθυνση να ενημερώσει τους λοιπούς)
[επεξεργασία]
Νομικές εκφράσεις:
- caveat emptor
- caveat venditor (σπανιότερο)
Βιβλιογραφικές παραπομπές: