caveat
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- caveat < (άμεσο δάνειο) λατινική caveat
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
caveat (en)
- (καθομιλουμένη) προειδοποίηση
- (νομικός όρος) → δείτε λατινική caveat
Συνώνυμα[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
caveat (en)
Λατινικά (la)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
caveat (la)
- γ' ενικό πρόσωπο υποτακτικής του ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος caveo: ας προσέχει!
- (νομικός όρος) επιφύλαξη, προειδοποίηση, η υποχρέωση ενημέρωσης συμβαλλόμενου από άλλον
- → δείτε όρος, περιορισμός, αίρεση, περιοριστική ρήτρα
[επεξεργασία]
νομικές εκφράσεις από τον 16ο αιώνα:
- caveat emptor
- caveat venditor (σπανιότερο)
βιβλιογραφικές παραπομπές: