bellows
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bellows | bellows |
bellows (en) ενικός και πληθυντικός
- φυσερό, φυσητήρας
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού[επεξεργασία]
bellows (en)
- πληθυντικός του bellow
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bellows (en)