bellow
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
bellow | bellows |
bellow (en)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | bellow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bellowes |
αόριστος | bellowed |
παθητική μετοχή | bellowed |
ενεργητική μετοχή | bellowing |
bellow (en)