bellow
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
bellow | bellows |
bellow (en)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | bellow |
γ΄ ενικό ενεστώτα | bellowes |
αόριστος | bellowed |
παθητική μετοχή | bellowed |
ενεργητική μετοχή | bellowing |
bellow (en)