conserve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conserve | conserves |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- conserve < παλαιά γαλλική conserver < λατινική conservare (διατηρώ). (μαρτυρείται από το 14ο αιώνα)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- Ουσιαστικό
- ΔΦΑ : /ˈkɑːn.sɝːv/ (ΗΠΑ)
- Ρήμα
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conserve (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- (επίσημο) η μαρμελάδα ή το παχύρρευστο σιρόπι από φρούτα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | conserve |
γ΄ ενικό ενεστώτα | conserves |
αόριστος | conserved |
παθητική μετοχή | conserved |
ενεργητική μετοχή | conserving |
conserve (en)
- (μεταβατικό)
- (φυσική, χημεία, αμετάβατο) το να παραμένω αμετάβλητος κατά τη διάρκεια μιας διαδικασίας
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- conserve - Cambridge Dictionary online
- conserve - lexico.com. Συνεργασία των Dictionary.com & Oxford University Press, μονόγλωσσο αγγλικό λεξικό © 2019-2022
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
conserve | conserves |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- conserve < πορτογαλική conservar (συντηρώ, διατηρώ)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]conserve (fr) θηλυκό
- η κονσέρβα
Κατηγορίες:
- Pages using the Phonos extension
- Προέλευση λέξεων από τα παλαιά γαλλικά (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αγγλικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (αμερικανικά αγγλικά)
- Λήμματα με ήχο στην προφορά (αμερικανικά αγγλικά)
- Αγγλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (αγγλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αγγλικά)
- Επίσημοι όροι (αγγλικά)
- Ρήματα (αγγλικά)
- Ρήματα που κλίνονται όπως το 'love' (αγγλικά)
- Φυσική (αγγλικά)
- Χημεία (αγγλικά)
- Προέλευση λέξεων από τα πορτογαλικά (γαλλικά)
- Γαλλική γλώσσα
- Ουσιαστικά (γαλλικά)
- Αντίστροφο λεξικό (γαλλικά)