conserve
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
conserve | conserves |
conserve (fr) θηλυκό
Ετυμολογία [επεξεργασία]
κονσέρβα < από την πορτογαλική λέξη conservar/συντηρώ,διατηρώ