conservative
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
παραθετικά | |
θετικός | conservative |
συγκριτικός | more conservative |
υπερθετικός | most conservative |
conservative (en)
- συντηρητικός
- ↪ a conservative party - συντηρητικό κόμμα
- ↪ a conservative estimate - συντηρητικός υπολογισμός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
conservative | conservatives |
conservative (en)
- ο συντηρητικός, πολιτικά, κοινωνικά, οικονομικά
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.
- Οι συντηρητικοί αγωνίζονται για τη διατήρηση της καθεστηκυίας τάξης.
- ↪ Conservatives fight for preservation of the status quo.