βιόσφαιρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]βιόσφαιρα θηλυκό
- (βιολογία), (γεωγραφία) το σύνολο των ζωντανών οργανισμών και ο χώρος που αναπτύσσονται και αναπαράγονται στη Γη
- η περιοχή της Γης όπου ζουν οργανισμοί σε επαφή με την λιθόσφαιρα, την ατμόσφαιρα και την υδρόσφαιρα
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- βιόσφαιρα στη Βικιπαίδεια