Μετάβαση στο περιεχόμενο

observation

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
observation observations

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
observation < observe + -ation

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

observation (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η παρατήρηση, το να παρατηρώ κάτι, να το κοιτώ προσεκτικά επί αρκετή ώρα για να ανακαλύψω ή να καταλάβω κάτι
      observation of the stars - παρατήρηση των αστεριών
      A chance observation led Newton to…
    Μια τυχαία παρατήρηση οδήγησε τον Νεύτωνα εις…
  2. (επίσημο) η παρατήρηση, σχόλιο
      He made a notable observation.
    Έκανε μια αξιοσημείωτη παρατήρηση.
  3. (ιατρική) η παρακολούθηση
      under medical observation - υπό ιατρική παρακολούθηση



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

observation (fr) θηλυκό

  1. η παρατήρηση
  2. η τήρηση