observation
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
observation | observations |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
observation (en)
- παρατήρηση (με τα μάτια)
- παρατήρηση (σχόλιο)
- (ιατρική) η παρακολούθηση
- ↪ under medical observation - υπό ιατρική παρακολούθηση
Πηγές[επεξεργασία]
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 657. ISBN 9780194325684., λήμμα: παρακολούθηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
observation (fr) θηλυκό