Μετάβαση στο περιεχόμενο
Κύριο μενού
Κύριο μενού
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Πλοήγηση
Κύρια Σελίδα
Πρόσφατες αλλαγές
Κατηγορίες
Δημιουργήστε!
Ζητήστε!
Βικιδημία - Talk
Σελίδες συζήτησης
Νέες σελίδες
Ειδικές σελίδες
Τυχαία σελίδα
Βοήθεια
Πρότυπα
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εμφάνιση
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Προσωπικά εργαλεία
Δωρεές
Δημιουργία λογαριασμού
Σύνδεση
Περιεχόμενα
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Αρχή
1
Νέα ελληνικά (el)
Εναλλαγή
Νέα ελληνικά (el)
υποενότητας
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Αντώνυμα
1.2.3
Μεταφράσεις
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
καθηλωμένος
Προσθήκη γλωσσών
Σελίδα
Συζήτηση
Ελληνικά
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Εργαλειοθήκη
Εργαλεία
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Ενέργειες
Ανάγνωση
Επεξεργασία
Προβολή ιστορικού
Γενικά
Συνδέσεις προς εδώ
Σχετικές αλλαγές
Επιφόρτωση αρχείου
Σταθερός σύνδεσμος
Πληροφορίες σελίδας
Παραπομπή αυτής της σελίδας
Λάβετε συντομευμένη διεύθυνση URL
Λήψη κωδικού QR
Switch to legacy parser
Εκτύπωση/εξαγωγή
Δημιουργία βιβλίου
Κατέβασμα ως PDF
Εκτυπώσιμη έκδοση
Σε άλλα εγχειρήματα
Εμφάνιση
μετακίνηση στην πλαϊνή μπάρα
απόκρυψη
Από Βικιλεξικό
Νέα ελληνικά (el)
[
επεξεργασία
]
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
καθηλωμέν
ος
η
καθηλωμέν
η
το
καθηλωμέν
ο
γενική
του
καθηλωμέν
ου
της
καθηλωμέν
ης
του
καθηλωμέν
ου
αιτιατική
τον
καθηλωμέν
ο
την
καθηλωμέν
η
το
καθηλωμέν
ο
κλητική
καθηλωμέν
ε
καθηλωμέν
η
καθηλωμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
καθηλωμέν
οι
οι
καθηλωμέν
ες
τα
καθηλωμέν
α
γενική
των
καθηλωμέν
ων
των
καθηλωμέν
ων
των
καθηλωμέν
ων
αιτιατική
τους
καθηλωμέν
ους
τις
καθηλωμέν
ες
τα
καθηλωμέν
α
κλητική
καθηλωμέν
οι
καθηλωμέν
ες
καθηλωμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
[
επεξεργασία
]
καθηλωμένος
:
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
καθηλώνω
Μετοχή
[
επεξεργασία
]
καθηλωμένος
, -η, -ο
που έχει
καθηλωθεί
Συνώνυμα
[
επεξεργασία
]
ακινητοποιημένος
Αντώνυμα
[
επεξεργασία
]
ακαθήλωτος
Μεταφράσεις
[
επεξεργασία
]
καθηλωμένος
αγγλικά
:
bound
(en)
γαλλικά
:
cloué
(fr)
,
immobilisé
(fr)
Κατηγορίες
:
Μετοχές που κλίνονται όπως το 'αγαπημένος' (νέα ελληνικά)
Μετοχές παθητικού παρακειμένου (νέα ελληνικά)
Νέα ελληνικά
Μετοχές (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)
Αναζήτηση
Αναζήτηση
Εναλλαγή του πίνακα περιεχομένων
καθηλωμένος
Προσθήκη γλωσσών
Προσθήκη θέματος