bound

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈbaʊnd/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

bound (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. δεσμευμένος, συνδεδεμένος
  2. (στα σύνθετα) καθηλωμένος
    ⮡  weather-bound/snowbound/icebound - καθηλωμένος από τον καιρό/το χιόνι/τον πάγο

Αντώνυμα

[επεξεργασία]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
bound bounds

bound (en)

  1. όριο, πέρας
  2. φράγμα, φραγμός
  3. σύνδεση

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

bound (en)