bound
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en) [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]
bound (en)
- αόριστος και παθητική μετοχή του ρήματος bind
Επίθετο[επεξεργασία]
bound (en)
Αντώνυμα[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
bound (en)