application

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
application applications

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

application (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αίτηση, ένα επίσημο (συχνά γραπτό) αίτημα για κάτι, όπως μια δουλειά, άδεια να κάνω κάτι ή μια θέση σε ένα κολέγιο ή πανεπιστήμιο
    ⮡  Fill out the applications with capital letters.
    Συμπληρώστε τις αιτήσεις με κεφαλαία γράμματα.
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η πρακτική χρήση κάτι, ειδικά μιας θεωρίας, ανακάλυψης κτλ.
    ⮡  the applications of this theory/invention - οι εφαρμογές αυτής της θεωρίας/εφεύρεσης
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η ενέργεια κατά την οποία τοποθετούμε ή απλώνουμε κάτι σε μία επιφάνεια
    ⮡  the application of an ointment - η εφαρμογή μιας αλοιφής
  4. (μη μετρήσιμο) η εφαρμογή, η ενέργεια του να εφαρμόζω έναν κανόνα ή νόμο
    ⮡  the strict application of the new law - η αυστηρή εφαρμογή του νέου νόμου
  5. (πληροφορική) η εφαρμογή, το πρόγραμμα
    ⮡  The application closed unexpectedly.
    Η εφαρμογή έκλεισε απρόσμενα.
     συνώνυμα:  program και software
    συντομογραφία: app

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • → δείτε τη λέξη apply

Υπώνυμα

[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
application applications

application (fr) θηλυκό

  1. εφαρμογή
  2. ευσυνειδησία

Εκφράσεις

[επεξεργασία]