application
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
application (en)
- εφαρμογή
- the application of a theory, a computer application
- αίτηση
- (πληροφορική) εφαρμογή, πρόγραμμα
[επεξεργασία]
Υπώνυμα[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
application | applications |
application (fr) θηλυκό
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- avec application - ευσυνείδητα