allusion
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
allusion (en)
- η νύξη, ο υπαινιγμός
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
allusion | allusions |
allusion (fr) θηλυκό
- ο υπαινιγμός (με θετική έννοια), η παραπομπή, η αναφορά, η υποδήλωση
- dans son rapport, il fait allusion à... - στην αναφορά του, αναφέρεται σε...