Μετάβαση στο περιεχόμενο

cell

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
cell cells

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cell (en)

  1. το κύτταρο
  2. το κελί
    παράγωγα: detention cell, holding cell
  3. (αμερικανικά αγγλικά, ανεπίσημο, τηλεπικοινωνίες) το κινητό τηλέφωνο
      Call me on my cell.
    Τηλεφώνησε μου στο κινητό μου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη phone

Παράγωγα

[επεξεργασία]



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

cell (sv)