κινητό τηλέφωνο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | κινητό τηλέφωνο | τα | κινητά τηλέφωνο |
γενική | του | κινητού τηλεφώνου | των | κινητών τηλεφώνων |
αιτιατική | το | κινητό τηλέφωνο | τα | κινητά τηλέφωνο |
κλητική | κινητό τηλέφωνο | κινητά τηλέφωνο | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κινητό τηλέφωνο < → δείτε τις λέξεις κινητό και τηλέφωνο, νεολογισμός τέλους 20ου αιώνα, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική mobile phone
Προφορά[επεξεργασία]
Πολυλεκτικός όρος[επεξεργασία]
κινητό τηλέφωνο ουδέτερο
- (τηλεπικοινωνίες) συσκευή τηλεφώνου που δεν είναι συνδεμένη με καλώδιο, αλλά δέχεται και πραγματοποιεί κλήσεις ασύρματα μέσω δικτύου κινητής τηλεφωνίας
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Κατηγορίες:
- Κλίση ουδέτερων πολυλεκτικών όρων (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Πολυλεκτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Νεολογισμοί (νέα ελληνικά)
- Μεταφραστικά δάνεια από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αγγλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Τηλεπικοινωνίες (νέα ελληνικά)
- Συσκευές (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)