revolt
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
revolt | revolts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
revolt (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η εξέγερση
ενικός | πληθυντικός |
revolt | revolts |
revolt (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)