Μετάβαση στο περιεχόμενο

digestion

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

digestion (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
digestion digestions

digestion (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]