brake

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
brake brakes

brake (en)

  1. το φρένο, μηχανισμός που επιβραδύνει ή σταματάει μια κίνηση
    The brakes jammed and the car skidded badly.
    Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
    I am stepping on the brake pedal.
    Πατώ το πεντάλ του φρένου.
  2. το φρένο, κάτι που επιβραδύνει ή σταματάει κάτι
    They are trying to put the brakes on the development of trade unions.
    Προσπαθούν να βάλουν φρένο στην ανάπτυξη του συνδικαλισμού.

Ρήμα[επεξεργασία]

ενεστώτας brake
γ΄ ενικό ενεστώτα brakes
αόριστος braked
παθητική μετοχή braked
ενεργητική μετοχή braking

brake (en)

  • φρενάρω, πατάω το φρένο ενός οχήματος για να μειώσω ταχύτητα ή να σταματήσω
    He tried braking but couldn’t stop the car.
    Προσπάθησε να φρενάρει αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το αυτοκίνητο.
    Don’t brake the wheels suddenly, because they will lock.
    Μη φρενάρεις απότομα τους τροχούς, γιατί μπλοκάρουν.
    Airplanes use the air, in addition to the brakes of the wheels, to brake.
    Τα αεροπλάνα εκτός από τα φρένα των τροχών χρησιμοποιούν και τον αέρα για να φρενάρουν.

Πηγές[επεξεργασία]