brake
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
brake | brakes |
brake (en)
- το φρένο, μηχανισμός που επιβραδύνει ή σταματάει μια κίνηση
- ↪ The brakes jammed and the car skidded badly.
- Τα φρένα κόλλησαν και το αυτοκίνητο ντεραπάρισε άσχημα.
- ↪ I am stepping on the brake pedal.
- Πατώ το πεντάλ του φρένου.
- ↪ The brakes jammed and the car skidded badly.
- το φρένο, κάτι που επιβραδύνει ή σταματάει κάτι
- ↪ They are trying to put the brakes on the development of trade unions.
- Προσπαθούν να βάλουν φρένο στην ανάπτυξη του συνδικαλισμού.
- ↪ They are trying to put the brakes on the development of trade unions.
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | brake |
γ΄ ενικό ενεστώτα | brakes |
αόριστος | braked |
παθητική μετοχή | braked |
ενεργητική μετοχή | braking |
brake (en)
- φρενάρω, πατάω το φρένο ενός οχήματος για να μειώσω ταχύτητα ή να σταματήσω
- ↪ He tried braking but couldn’t stop the car.
- Προσπάθησε να φρενάρει αλλά δεν μπόρεσε να συγκρατήσει το αυτοκίνητο.
- ↪ Don’t brake the wheels suddenly, because they will lock.
- Μη φρενάρεις απότομα τους τροχούς, γιατί μπλοκάρουν.
- ↪ Airplanes use the air, in addition to the brakes of the wheels, to brake.
- Τα αεροπλάνα εκτός από τα φρένα των τροχών χρησιμοποιούν και τον αέρα για να φρενάρουν.
- ↪ He tried braking but couldn’t stop the car.