Μετάβαση στο περιεχόμενο

braking

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

braking (en)

  • το φρενάρισμα
      A braking sound was heard.
    Ακούστηκε ήχος φρεναρίσματος.
      There were braking marks at the site of the collision.
    Ίχνη φρεναρίσματος υπήρχαν στον τόπο της σύγκρουσης.

Ρηματικός τύπος

[επεξεργασία]

braking (en)