supervision
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]supervision (en)
- (μη μετρήσιμο) η επιτήρηση, η επιστασία
- ⮡ It is recommended that children be under constant supervision.
- Συστήνεται τα παιδιά να βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση.
- ⮡ The architect took over the supervision of the construction of the building.
- Ο αρχιτέκτονας ανέλαβε την επιστασία της ανέγερσης της οικοδομής.
- ⮡ It is recommended that children be under constant supervision.
Πηγές
[επεξεργασία]
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
supervision | supervisions |
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]supervision (fr) θηλυκό
- η επιστασία
- η επιθεώρηση
- η επιτήρηση
- η επίβλεψη
- η εποπτεία