Μετάβαση στο περιεχόμενο

supervision

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

supervision (en)

  • (μη μετρήσιμο) η επιτήρηση, η επιστασία
      It is recommended that children be under constant supervision.
    Συστήνεται τα παιδιά να βρίσκονται υπό συνεχή επιτήρηση.
      The architect took over the supervision of the construction of the building.
    Ο αρχιτέκτονας ανέλαβε την επιστασία της ανέγερσης της οικοδομής.



      ενικός         πληθυντικός  
supervision supervisions

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

supervision (fr) θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]