εξυγίανση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εξυγίανση | οι | εξυγιάνσεις |
γενική | της | εξυγίανσης* | των | εξυγιάνσεων |
αιτιατική | την | εξυγίανση | τις | εξυγιάνσεις |
κλητική | εξυγίανση | εξυγιάνσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξυγιάνσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξυγίανση θηλυκό
- (κυριολεκτικά) (μεταφορικά) η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του εξυγιαίνω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξυγίανση