κωδικοποίηση
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κωδικοποίηση | οι | κωδικοποιήσεις |
γενική | της | κωδικοποίησης* | των | κωδικοποιήσεων |
αιτιατική | την | κωδικοποίηση | τις | κωδικοποιήσεις |
κλητική | κωδικοποίηση | κωδικοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, κωδικοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κωδικοποίηση < κωδικοποιώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κωδικοποίηση θηλυκό
- το αποτέλεσμα και η ενέργεια του κωδικοποιώ, η μετατροπή κάποιων στοιχείων με τρόπο ώστε αυτά να είναι πιο ταξινομημένα (με την έννοια της τακτοποίησης και της κατηγοριοποίησης)
- κωδικοποίηση νομοθεσίας
- ολογραφική κωδίκευση/κωδικοποίηση: το να συμπτυχθούν όλα τα χωροχρονικά συστατικά (του χώρου και του χρόνου) των συντεταγμένων (γεγονότος-σωματιδίου) σε έναν αριθμό
- η μετατροπή κάποιων στοιχείων ή η αντιστοίχισή τους (με αριθμούς, σύμβολα κ.λπ.) με τρόπο ώστε αυτά να μπορούν να μεταδοθούν, να μεταφερθούν σε άλλα μέσα ανάγνωσης και ερμηνείας
- κωδικοποίηση σημάτων Μορς, κωδικοποίηση γλώσσας υπολογιστών
- η μετατροπή ή αντιστοίχιση κάποιων στοιχείων με τρόπο ώστε αυτά να είναι ταξινομημένα με τρόπο ακατάληπτο σε όποιον δεν γνωρίζει τον κώδικα που χρησιμοποιείται, η κρυπτογράφηση
- (πληροφορική) βλ. κωδικοποίηση χαρακτήρων
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κωδικοποίηση