transmission

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

transmission (en)

  1. η μεταφορά, η μετάδοση, η μεταβίβαση, η εκπομπή
    Our company is one of the three global players in energy transmission and distribution - Η εταιρεία μας είναι μια από τις τρεις μεγαλύτερες παγκοσμίως στη μεταφορά και τη διανομή της ενέργειας
    probable person-to-person transmission of avian influenza - πιθανή μετάδοση της γρίπης των πτηνών από άνθρωπο σε άνθρωπο
    transmission tower - πύργος εκπομπής/πομπός
  2. αυτό που μεταφέρεται, μεταδίδεται, μεταβιβάζεται, εκπέμπεται
  3. το κιβώτιο ταχυτήτων στο αυτοκίνητο
    the new model is equipped with manual transmission - το νέο μοντέλο είναι εφοδιασμένο με χειροκίνητο κιβώτιο ταχυτήτων

Συγγενικές λέξεις[επεξεργασία]

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]