broadcast
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
broadcast | broadcasts |
broadcast (en)
Ρήμα[επεξεργασία]
ενεστώτας | broadcast |
γ΄ ενικό ενεστώτα | broadcasts |
αόριστος | broadcasted, broadcast |
παθητική μετοχή | broadcasted, broadcast |
ενεργητική μετοχή | broadcasting |
broadcast (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) εκπέμπω, μεταδίδω ραδιοφωνικό ή τηλεοπτικό σήμα
- ↪ The news was broadcast over the radio.
- Η είδηση μεταδόθηκε από το ραδιόφωνο.
- ↪ The news was broadcast over the radio.