Μετάβαση στο περιεχόμενο

fence

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
fence fences

fence (en)

  • ο φράχτης
      A wooden fence surrounds the garden.
    Ένας ξύλινος φράχτης περιβάλλει τον κήπο.

Εκφράσεις

[επεξεργασία]
ενεστώτας fence
γ΄ ενικό ενεστώτα fences
αόριστος fenced
παθητική μετοχή fenced
ενεργητική μετοχή fencing

fence (en)

  1. (μεταβατικό) φράζω, περικλείω, κλείνω μέσα σε φράχτη
      He fenced the field with barbed wire.
    Έφραξε/Περιέκλεισε το χωράφι με αγκαθωτό σύρμα.
  2. (αμετάβατο, αθλητισμός) ξιφομαχώ, κάνω ξιφασκία

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]