voice
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
voice | voices |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
voice (en)
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φωνή
- ↪ You have the right voice for singing.
- Έχεις τη σωστή φωνή για τραγούδι.
- ↪ You have the right voice for singing.