Μετάβαση στο περιεχόμενο

voice

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
voice voices

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

voice (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η φωνή, η λαλιά, ο ήχος ή οι ήχοι που παράγονται μέσω του στόματος από ένα άτομο που μιλά ή τραγουδά
      You have the right voice for singing.
    Έχεις τη σωστή φωνή για τραγούδι.
      He lost his voice out of fear.
    Έχασε τη λαλιά του από το φόβο του.
  2. η φωνή, μια συγκεκριμένη στάση, γνώμη ή συναίσθημα που εκφράζεται· ένα συναίσθημα ή μια άποψη που συνειδητοποιώ μέσα μου
      I suppressed the voice of my conscience.
    Κατέπνιξα τη φωνή της συνείδησής μου.