approval
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
approval | approvals |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]approval (en)
- (μη μετρήσιμο) η έγκριση, η αίσθηση ότι κάποιος ή κάτι είναι καλό ή δεκτό· θετική γνώμη για κάποιον ή κάτι
- ⮡ I am looking for your approval.
- Ζήτω την έγκρισή σας.
- ⮡ I am looking for your approval.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η έγκριση, συμφωνία ή άδεια για κάτι, ειδικά ένα σχέδιο ή αίτημα
- ⮡ In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.
- Για να αγοράσεις την τηλεόραση με δόσεις, πρέπει προηγουμένως να έχεις πάρει την έγκριση από την τράπεζα.
- ⮡ In order to buy the TV in installments, you must first get approval from the bank.