γαύρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαύρος | οι | γαύροι |
γενική | του | γαύρου | των | γαύρων |
αιτιατική | τον | γαύρο | τους | γαύρους |
κλητική | γαύρε | γαύροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- γαύρος < ελληνιστική κοινή ἐγγραυλίς
Ουσιαστικό 1[επεξεργασία]
γαύρος αρσενικό
- (ιχθυολογία) μικρό ψάρι με επιστημονική ονομασία engraulis encrasicholus
- (αργκό) οπαδός ή φίλαθλος του ΟΣΦΠ
Άλλες μορφές[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γαύρος | οι | γαύροι |
γενική | του | γαύρου | των | γαύρων |
αιτιατική | τον | γαύρο | τους | γαύρους |
κλητική | γαύρε | γαύροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
- γαύρος < γάβρος
Ουσιαστικό 2[επεξεργασία]
γαύρος αρσενικό
- (βοτανική) άλλη γραφή του γάβρος: το δέντρο με την επιστημονική ονομασία Carpinus
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γαύρος
|