γάβρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | γάβρος | οι | γάβροι |
γενική | του | γάβρου | των | γάβρων |
αιτιατική | τον | γάβρο | τους | γάβρους |
κλητική | γάβρε | γάβροι | ||
όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάβρος < σλαβική граб < πρωτοσλαβική *grab(r)ъ < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *grābʰ- (Χρειάζεται τεκμηρίωση…)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάβρος αρσενικό
- (βοτανική) το δέντρο με την επιστημονική ονομασία Carpinus
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
γάβρος
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- γάβρος < γαύρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
γάβρος αρσενικό
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος'
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από σλαβικές γλώσσες (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοσλαβική (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Σελίδες προς τεκμηρίωση
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Ιχθυολογία (νέα ελληνικά)