European

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: european

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

European < (άμεσο δάνειο) γαλλική Européen < λατινική europaeus < αρχαία ελληνική Εὐρωπαῖος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /(ˌ)jʊəɹəˈpiːən/
 

Επίθετο

[επεξεργασία]

European (en)

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
European Europeans

European (en)

  1. (εθνικό όνομα) Ευρωπαίος
  2. λευκός φυλετικά, που γενετικά συνδέεται με τον ευρωπαϊκό πληθυσμό

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]