βόθρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | βόθρος | οι | βόθροι |
γενική | του | βόθρου | των | βόθρων |
αιτιατική | τον | βόθρο | τους | βόθρους |
κλητική | βόθρε | βόθροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βόθρος < αρχαία ελληνική βόθρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόθρος αρσενικό
- σκεπασμένος μεγάλος λάκκος, που χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνονται και να απορροφούνται, σταδιακά από το έδαφος, τα σπιτικά απόβλητα
- (μεταφορικά) (σε εκφράσεις όπως: το στόμα του είναι βόθρος, άνοιξε πάλι ο βόθρος ή παρόμοιες) η αθυροστομία
- χαβούζα
Σύνθετα[επεξεργασία]
- ιγνυακός βόθρος (ανατομία: popliteal fossa, hough, kneepit)
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βόθρος
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
βόθρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
βόθρος αρσενικό
- λάκκος
- (γενικότερα) κοιλότητα
- (ειδικότερα) λάκκος για σπονδές σε χθόνιες θεότητες
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)