βόθρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόθρος οι βόθροι
      γενική του βόθρου των βόθρων
    αιτιατική τον βόθρο τους βόθρους
     κλητική βόθρε βόθροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναπαράσταση βάθρου κατάληξης λυμάτων

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βόθρος < αρχαία ελληνική βόθρος

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βόθρος αρσενικό

  1. σκεπασμένος μεγάλος λάκκος, που χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνονται και να απορροφούνται, σταδιακά από το έδαφος, τα σπιτικά απόβλητα
  2. (μεταφορικά) (σε εκφράσεις όπως: το στόμα του είναι βόθρος, άνοιξε πάλι ο βόθρος ή παρόμοιες) η αθυροστομία
  3. χαβούζα

Σύνθετα[επεξεργασία]

  • ιγνυακός βόθρος (ανατομία: popliteal fossa, hough, kneepit)

Παράγωγες λέξεις[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βόθρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

βόθρος αρσενικό

  1. λάκκος
  2. (γενικότερα) κοιλότητα
  3. (ειδικότερα) λάκκος για σπονδές σε χθόνιες θεότητες