Μετάβαση στο περιεχόμενο

βόθρος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο βόθρος οι βόθροι
      γενική του βόθρου των βόθρων
    αιτιατική τον βόθρο τους βόθρους
     κλητική βόθρε βόθροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Αναπαράσταση βάθρου κατάληξης λυμάτων

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
βόθρος < αρχαία ελληνική βόθρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βόθρος αρσενικό

  1. σκεπασμένος μεγάλος λάκκος, που χρησιμοποιείται για να συγκεντρώνονται και να απορροφούνται, σταδιακά από το έδαφος, τα σπιτικά απόβλητα
  2. (μεταφορικά) (σε εκφράσεις όπως: το στόμα του είναι βόθρος, άνοιξε πάλι ο βόθρος ή παρόμοιες) η αθυροστομία
  3. χαβούζα
  4. (ανατομία) κοιλότητα συνήθως σε οστό, όπου σχηματίζεται ένα ανατομικό στοιχείο
    παράδειγμα  Ο τρίγωνος βόθρος είναι ένα ανατομικό τμήμα του έξω ωτός.
    παράδειγμα  Ο ιγνυακός βόθρος είναι μια κοιλότητα, που βρίσκεται στην οπίσθια επιφάνεια του γόνατος.

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική βόθρος οἱ βόθροι
      γενική τοῦ βόθρου τῶν βόθρων
      δοτική τῷ βόθρ τοῖς βόθροις
    αιτιατική τὸν βόθρον τοὺς βόθρους
     κλητική ! βόθρε βόθροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βόθρω
γεν-δοτ τοῖν  βόθροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]

βόθρος < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

βόθρος, -ου αρσενικό

  1. λάκκος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 11 (λ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Νέκυια.), στίχ. 36 (35-36)
    τὰ δὲ μῆλα λαβὼν ἀπεδειροτόμησα | ἐς βόθρον, ῥέε δ᾽ αἷμα κελαινεφές·
    πιάνω τα πρόβατα, κι εκεί | στον λάκκο κόβω τον λαιμό τους — έτρεχε μαύρο το αίμα τους.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
      5ος/4ος πκε αιώνας Ξενοφῶν, Οἰκονομικός, 19.7
    οὐκοῦν ἐπειδὰν ὀρωρυγμένοι ὦσιν οἱ βόθροι, ὁπηνίκα δεῖ τιθέναι ἑκάτερα τὰ φυτὰ ἤδη εἶδες;
    «Αλλά, όταν οι λάκκοι είναι σκαμμένοι, έχεις δει ποτέ ποιό είδος φυτών πρέπει να φυτέψεις σε αυτούς»;
    Μετάφραση (2007): Έφη Δημητριάδου-Τουφεξή. Θεσσαλονίκη:Ζήτρος @greeklanguage.gr
      2ος/3ος κε αιώνας Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Protrepticus, Chapter 12, @scaife.perseus
    Φύγωμεν οὖν τὴν συνήθειαν, φύγωμεν οἷον ἄκραν χαλεπὴν ἢ Χαρύβδεως ἀπειλὴν ἢ Σειρῆνας μυθικάς· ἄγχει τὸν ἄνθρωπον, τῆς ἀληθείας ἀποτρέπει, ἀπάγει τῆς ζωῆς, παγίς ἐστιν, βάραθρόν ἐστιν, βόθρος ἐστί, λίχνον ἐστὶν κακὸν ἡ συνήθεια·
  2. (γενικότερα) κοιλότητα
  3. κοιλότητα σε βράχο για το πλύσιμο των ρούχων
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 6 (ζ. Ὀδυσσέως ἄφιξις εἰς Φαίακας.), στίχ. 92 (90-92)
    ταὶ δ᾽ ἀπ᾽ ἀπήνης | εἵματα χερσὶν ἕλοντο καὶ ἐσφόρεον μέλαν ὕδωρ, | στεῖβον δ᾽ ἐν βόθροισι θοῶς ἔριδα προφέρουσαι.
    Από το αμάξι σήκωσαν στα χέρια τους τα ρούχα | και τα βαφτίζουν στο νερό, βαθύ σαν μαύρο. | Με γρηγοράδα απίστευτη τα στύβουν στις χαβούζες, κοιτώντας πώς θα ξεπεράσουνε η μια την άλλη.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greeklanguage.gr
  4. (ειδικότερα) λάκκος για σπονδές σε χθόνιες θεότητες
  5. (ειδικότερα) τάφος

Συγγενικά

[επεξεργασία]