ημιαθροιστής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ημιαθροιστής αρσενικό
- βασικό συνδυαστικό κύκλωμα που εκτελεί την πρόσθεση δυο δυαδικών αριθμών
- ηλεκτρονικό εξάρτημα που χρησιμεύει ως ημιαθροιστής
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ημιαθροιστής