ερμαφρόδιτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ερμαφρόδιτος < ελληνιστική κοινή Ἑρμαφρόδιτος (όνομα του γιου του Ερμή και της Αφροδίτης)
Επίθετο
[επεξεργασία]ερμαφρόδιτος, -η, -ο
- (βιολογία) που έχει γεννητικά όργανα και των δύο φύλων (αρσενικό και θηλυκό)
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ερμαφρόδιτος