orbital
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
orbital (en)
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | orbital | orbitals |
θηλυκό | orbitale | orbitales |
Επίθετο[επεξεργασία]
orbital (fr)
- που βρίσκεται σε τροχιά