κυψέλη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κυψέλη | οι | κυψέλες |
γενική | της | κυψέλης | των | κυψελών |
αιτιατική | την | κυψέλη | τις | κυψέλες |
κλητική | κυψέλη | κυψέλες | ||
όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κυψέλη < (λόγιο) αρχαία ελληνική κυψέλη
- μεταφορική σημασία < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική cellule[1]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ciˈpsɛ.li/
- συλλαβισμός : κυ‐ψέ‐λη
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κυψέλη θηλυκό
- κατασκευή που χρησιμεύει ως κατοικία ενός σμήνους μελισσών
- οι μέλισσες που κατοικούν σε αυτή την κατασκευή
- (μεταφορικά) μέρος που χαρακτηρίζεται από εντατική και συντονισμένη εργασία ενός συνόλου ανθρώπων
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κυψέλη
[επεξεργασία]
- ↑ «κυψέλη» - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής. (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι διαχρονικοί δανεισμοί από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)