ruche
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
ruche | ruches |
ruche (fr) θηλυκό
Α.
- η κυψέλη
- (μεταφορικά) τόπος ασταμάτητης και οργανωμένης εργασίας
Β.