ακολουθιακός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]ακολουθιακός, -ή, -ό
- (μαθηματικά) που έχει σχέση με ακολουθία ή αναφέρεται σ' αυτή
- (φυσική) που αφορά κυκλώματα που η έξοδός τους συναρτάται με τις τιμές εισόδου αλλά και την προηγούμενη κατάσταση του κυκλώματος
- ⮡ ακολουθιακά κυκλώματα
Συγγενικά
[επεξεργασία]Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- Ακολουθία στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ακολουθιακός