Μετάβαση στο περιεχόμενο

εικονογράφηση

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εικονογράφηση οι εικονογραφήσεις
      γενική της εικονογράφησης* των εικονογραφήσεων
    αιτιατική την εικονογράφηση τις εικονογραφήσεις
     κλητική εικονογράφηση εικονογραφήσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εικονογραφήσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
σελίδα από βιβλίο με εικονογράφηση

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
εικονογράφηση < εικονογραφώ + -ση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /i.ko.noˈɣɾa.fi.si/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

εικονογράφηση θηλυκό

  1. η διακόσμηση με εικόνες (φωτογραφίες, ζωγραφικές παραστάσεις κ.ά.) ενός εντύπου ή ενός χειρογράφου
  2. η υποστήριξη ενός κειμένου με συνακόλουθες εικόνες
  3. (θρησκεία) αγιογράφηση

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]