εικονογράφηση
Εμφάνιση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εικονογράφηση | οι | εικονογραφήσεις |
γενική | της | εικονογράφησης* | των | εικονογραφήσεων |
αιτιατική | την | εικονογράφηση | τις | εικονογραφήσεις |
κλητική | εικονογράφηση | εικονογραφήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, εικονογραφήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |

Ετυμολογία
[επεξεργασία]- εικονογράφηση < εικονογραφώ + -ση
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /i.ko.noˈɣɾa.fi.si/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]εικονογράφηση θηλυκό
- η διακόσμηση με εικόνες (φωτογραφίες, ζωγραφικές παραστάσεις κ.ά.) ενός εντύπου ή ενός χειρογράφου
- η υποστήριξη ενός κειμένου με συνακόλουθες εικόνες
- (θρησκεία) αγιογράφηση
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] εικονογράφηση