Μετάβαση στο περιεχόμενο

ελεφαντοστό

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ελεφαντοστό τα ελεφαντοστά
      γενική του ελεφαντοστού των ελεφαντοστών
    αιτιατική το ελεφαντοστό τα ελεφαντοστά
     κλητική ελεφαντοστό ελεφαντοστά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ελεφαντοστό < λείπει η ετυμολογία
αντικείμενα φτιαγμένα από ελεφαντοστό (17ος αι.)

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ελεφαντοστό ουδέτερο

Πολυλεκτικοί όροι

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]