cereal
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cereal (en)
- (βοτανική) φυτό της οικογένειας των δημητριακών
- (τρόφιμο) δημητριακά για το πρόγευμα
Ισπανικά (es)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
cereal | cereales |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
cereal (es) αρσενικό
- δημητριακό
- (στον πληθυντικό, τρόφιμο) δημητριακά για το πρόγευμα