αντισηπτικό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισηπτικό < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου αντισηπτικός
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
αντισηπτικό ουδέτερο
- (ιατρική) σκεύασμα που δρα με αντισηπτικό τρόπο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντισηπτικό
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
αντισηπτικό
- αιτιατική ενικού, αρσενικού γένους του αντισηπτικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, ουδέτερου γένους του αντισηπτικός