αντισηπτικός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- αντισηπτικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική antiseptique < αρχαία ελληνική σηπτικός < σήπω
Επίθετο[επεξεργασία]
αντισηπτικός
- (ιατρική) που καταπολεμά ή προλαμβάνει τη μόλυνση
- (ουσιαστικοποιημένο) αντισηπτικό
Συγγενικά[επεξεργασία]
→ δείτε τις λέξεις αντί και σαπίζω
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
αντισηπτικός
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'καλός' (νέα ελληνικά)
- Λόγια ενδογενή δάνεια (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιατρική (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)