Μετάβαση στο περιεχόμενο

aggressive

Από Βικιλεξικό
παραθετικά
θετικός aggressive
συγκριτικός more aggressive
υπερθετικός most aggressive

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
aggressive < aggress + -ive

Επίθετο

[επεξεργασία]

aggressive (en)

  • επιθετικός
      aggressive weapons - επιθετικά όπλα
      aggressive policy - επιθετική πολιτική
      I take up an aggressive attitude.
    Παίρνω επιθετική στάση.
      Why are you so aggressive with her?
    Γιατί είσαι τόσο επιθετικός μαζί της;