αυτοδραστικός
Εμφάνιση
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]
Ετυμολογία el
[επεξεργασία]
Επίθετο
[επεξεργασία]αυτοδραστικός, -ή, -ό
- που δρα αυτόβουλα
Χρειάζεται τεκμηρίωση με παραπομπή σε κείμενο, εγχειρίδιο ή λεξικό. |
αυτοδραστικός, -ή, -ό