φιστικιά
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φιστικιά | οι | φιστικιές |
γενική | της | φιστικιάς | των | φιστικιών |
αιτιατική | τη | φιστικιά | τις | φιστικιές |
κλητική | φιστικιά | φιστικιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.stiˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐στι‐κιά
- τονικό παρώνυμο: φιστίκια
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιστικιά θηλυκό
- (δέντρο) το καρποφόρο δέντρο το οποίο παράγει το φιστίκι (δέντρο που η καλλιέργειά του στην Ελλάδα εισήχθη μάλλον από την Περσία)
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
φιστικιά στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
φιστικιά
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φιστικιά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του φιστικής
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του φιστικής
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'καρδιά' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά με συνίζηση στην κατάληξη (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ιά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δέντρα (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)