φιστικής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φιστικής | η | φιστικιά | το | φιστικί |
γενική | του | φιστική & φιστικιού |
της | φιστικιάς | του | φιστικιού (φιστικί) |
αιτιατική | τον | φιστική | τη | φιστικιά | το | φιστικί |
κλητική | φιστική | φιστικιά | φιστικί | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φιστικιοί | οι | φιστικιές | τα | φιστικιά |
γενική | των | φιστικιών | των | φιστικιών | των | φιστικιών |
αιτιατική | τους | φιστικιούς | τις | φιστικιές | τα | φιστικιά |
κλητική | φιστικιοί | φιστικιές | φιστικιά | |||
Οι τύποι με γιώτα (-ιού, -ιοί, -ιά, -ιών, ...) προφέρονται με συνίζηση. Και άκλιτο για όλα τα γένη, φιστικί. | ||||||
Κατηγορία όπως «σταχτής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]φιστικής, -ιά, -ί και άκλιτο φιστικί
Συγγενικά
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φιστικής
|