φιστικί
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /fi.stiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φι‐στι‐κί
- τονικό παρώνυμο: φιστίκι
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φιστικί ουδέτερο άκλιτο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
το φιστικί χρώμα
|
Επίθετο[επεξεργασία]
φιστικί άκλιτο
- άκλιτος τύπος του πορτοκαλής για όλα τα γένη
[επεξεργασία]
- [φιστικής]]
→ και δείτε τη λέξη φιστίκι
Κλιτικός τύπος επιθέτου[επεξεργασία]
φιστικί
Κατηγορίες:
- Λέξεις με επίθημα -ί (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Τονικά παρώνυμα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Χρώματα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Επίθετα άκλιτα (νέα ελληνικά)
- Κλιτικοί τύποι επιθέτων (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)