αδενοσίνη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αδενοσίνη < αγγλική adenosine + -η < adenine < γερμανικά Adenin < αρχαία ελληνική ἀδήν (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αδενοσίνη θηλυκό
- βιοχημική ένωση που περιέχει άζωτο και αποτελείται από μια βάση αδενίνης που έχει προσκολληθεί σε ένα μόριο ριβόζης. Aποτελεί σημαντικό φορέα βιολογικής ενέργειας με ιδιαίτερα αποφασιστικό ρόλο στο μεταβολισμό
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]- αδενοσίνη στη Βικιπαίδεια