purge
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]purge (fr) θηλυκό
- το καθαρτικό, το καθάρσιο
- το άδειασμα
- η εκκαθάριση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]purge (en)
- απομακρύνω, διώχνω, καθαρίζω
- ξεφορτώνομαι
- εκδιώχνω
- (μεταφορικά) σκοτώνω, καθαρίζω, φονεύω, εξοντώνω, εξολοθρεύω