εκκαθάριση

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εκκαθάριση οι εκκαθαρίσεις
      γενική της εκκαθάρισης* των εκκαθαρίσεων
    αιτιατική την εκκαθάριση τις εκκαθαρίσεις
     κλητική εκκαθάριση εκκαθαρίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εκκαθαρίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εκκαθάριση < (ελληνιστική κοινήἐκκαθάρισις (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική liquidation)

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εκκαθάριση θηλυκό

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]