εξοστρακισμός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

όστρακα εξοστρακισμού στην αρχαία Αθήνα, Μουσείο Αρχαίας Αγοράς, Στοά Αττάλου, Αθήνα.
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εξοστρακισμός οι εξοστρακισμοί
      γενική του εξοστρακισμού των εξοστρακισμών
    αιτιατική τον εξοστρακισμό τους εξοστρακισμούς
     κλητική εξοστρακισμέ εξοστρακισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

εξοστρακισμός < (ελληνιστική κοινήἐξοστρακισμός < αρχαία ελληνική ἐξοστρακίζω < ἐξ + ὀστρακίζω < ὄστρακον

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

εξοστρακισμός αρσενικό

  1. o οστρακισμός, η εξορία
  2. η αλλαγή πορείας ενός αντικειμένου που κινείται με μεγάλη ταχύτητα (πχ βλήμα πυροβόλου όπλου) έπειτα από πρόσκρουσή του σε σκληρή επιφάνεια
    • πρόσκρουση-κρούση αντικειμένου σε σκληρή επιφάνεια ή άλλο αντικείμενο με αποτέλεσμα την αλλαγή πορείας του

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]