εξοστρακισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- εξοστρακισμός < (ελληνιστική κοινή) ἐξοστρακισμός < αρχαία ελληνική ἐξοστρακίζω < ἐξ + ὀστρακίζω < ὄστρακον
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
εξοστρακισμός αρσενικό
- o οστρακισμός, η εξορία
- η αλλαγή πορείας ενός αντικειμένου που κινείται με μεγάλη ταχύτητα (πχ βλήμα πυροβόλου όπλου) έπειτα από πρόσκρουσή του σε σκληρή επιφάνεια
- πρόσκρουση-κρούση αντικειμένου σε σκληρή επιφάνεια ή άλλο αντικείμενο με αποτέλεσμα την αλλαγή πορείας του
Συγγενικά[επεξεργασία]
- εξοστρακίζω
- → δείτε τη λέξη όστρακο
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
εξοστρακισμός
|